- ἐπεντύνονται
- ἐπεντύ̱νονται , ἐπεντύνωpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεντύνω — ἐπεντύνω και ἐπεντύω (Α) 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («σὺ μἐν νῶιν ἐπέντυε μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ασκούμαι σε κάτι («ἐπεντύνονται ἄεθλα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εντύνω «ετοιμάζω, εξοπλίζω»] … Dictionary of Greek